βαρβαρόφρων

βαρβαρόφρων
βαρβαρόφρων, ο, η (AM)
αυτός που έχει βάρβαρο φρόνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”